αραίωμα

αραίωμα
το (AM ἀραίωμα)
1. η αραίωση
2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.
νεοελλ.
διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων
αρχ.
χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀραίωμα — interstice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραίωμα — το η απόσταση ανάμεσα σε πράγματα, η χαλαρή σύσταση: Τα κλήματα θέλουν αραίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀραιωμάτων — ἀραίωμα interstice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιώμασι — ἀραίωμα interstice neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιώμασιν — ἀραίωμα interstice neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιώματα — ἀραίωμα interstice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιώματος — ἀραίωμα interstice neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθολόγημα — το 1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών 2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • ανάριωμα — το, ατος το αραίωμα: Tα σκόρδα θέλουν ανάριωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”